- παρακατακλίνω
- Αβάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον («ἀλλ' οὐ Κνωσίωνι τὴν ἑαυτοῡ γυναίκα παρακατακλίνων», Αισχίν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακατακλῖναι — παρακατακλίνω lay down beside aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατακλίνει — παρακατακλί̱νει , παρακατακλίνω lay down beside aor subj act 3rd sg (epic) παρακατακλί̱νει , παρακατακλίνω lay down beside pres ind mp 2nd sg παρακατακλί̱νει , παρακατακλίνω lay down beside pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατακλινόμενον — παρακατακλῑνόμενον , παρακατακλίνω lay down beside pres part mp masc acc sg παρακατακλῑνόμενον , παρακατακλίνω lay down beside pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατακλίνωμεν — παρακατακλί̱νωμεν , παρακατακλίνω lay down beside aor subj act 1st pl παρακατακλί̱νωμεν , παρακατακλίνω lay down beside pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατέκλινε — παρακατέκλῑνε , παρακατακλίνω lay down beside aor ind act 3rd sg παρακατέκλῑνε , παρακατακλίνω lay down beside imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρακατέκλινε — συμπαρακατέκλῑνε , σύν παρακατακλίνω lay down beside aor ind act 3rd sg συμπαρακατέκλῑνε , σύν παρακατακλίνω lay down beside imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
συμπαρακατακλίνω — Α βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, κατακλίνω κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακατακλίνω «βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον»] … Dictionary of Greek
παρακατακλιθῆναι — παρακατακλῐθῆναι , παρακατακλίνω lay down beside aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατακλινεῖν — παρακατακλῐνεῖν , παρακατακλίνω lay down beside fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)